- καισαρικός
- -ή, -όχρησιμοποιείται στη φράση «καισαρική τομή», πουσημαίνει τη διάνοιξη με εγχείρηση της κοιλιάς για εξαγωγή του εμβρύου, όταν ο τοκετός δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.